- μπλοκάρισμα
- το1. αποκλεισμός τής εξόδου, περικύκλωση, πολιορκία3. δέσμευση χρημάτων («έγινε μπλοκάρισμα τού λογαριασμού του στην τράπεζα»)4. δυσλειτουργία συσκευής λόγω παρεμβολής ή παύση λειτουργίας μηχανήματος λόγω εμπλοκής.[ΕΤΥΜΟΛ. < μπλοκάρω, κατά τα ουδ. σε -ισμα (πρβλ. παρκάρω: παρκάρισμα)].
Dictionary of Greek. 2013.